- μεταδότης
- οαυτός που μεταδίνει ή αναμεταδίνει κάτι: Έγινε μεταδότης του ιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταδότης — one who imparts generously masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδότης — ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις [μεταδίδω] νεοελλ. 1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι 2. αυτός που μεταδίδει ή διά τού οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι 3. μεταδοτήρας αρχ. αυτός που δίνει κάτι με προθυμία … Dictionary of Greek
μεταδοτήρας — ο όργανο με το οποίο μεταδίδεται κίνηση από ένα σώμα σε άλλο, αλλ. μεταδότης … Dictionary of Greek
μεταδότις — μεταδότις, ιδος, ἡ (Α) βλ. μεταδότης … Dictionary of Greek
μεταδότω — μεταδίδωμι give part of aor imperat act 3rd sg μεταδότης one who imparts generously masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)